Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ίτης οἶνος

См. также в других словарях:

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσίτης — θαλασσίτης, ό (Α) 1. (ενν. οίνος) οίνος που διατηρούνταν μέσα σε θαλασσινό νερό ή είχε αναμιχθεί με θαλασσινό νερό 2. μια από τις ποικιλίες τού λίθου υάκινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιτης (πρβλ. αιματ ίτης, μελιτ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κανθαρίτης — κανθαρίτης, ὁ (Α) [κανθάρεως] (ενν. οίνος) είδος κρασιού που παρασκευαζόταν από το είδος τού αμπελιού κανθάρεως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανθάρεως (ενν. οίνος) + κατάλ. ίτης που απαντά και σε ονομασίες άλλων κρασιών (πρβλ. δαφν ίτης, θαλασσ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κυδωνίτης — κυδωνίτης, ὁ (Α) φρ. «κυδωνίτης οἶνος» οίνος που έχει παρασκευαστεί από κυδώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + ίτης, κατάλ. που απαντά συχνά σε ονομασίες οίνων (πρβλ. αιματ ίτης, φοινικ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ναρδίτης — ναρδίτης, ὁ (Α) φρ. «ναρδίτης οἶνος» οίνος αρωματισμένος με νάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού λαδιού» + κατάλ. ίτης (πρβλ. δαφν ίτης, μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • στεμφυλίτης — ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, ίτιδος, Α νεοελλ. (ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος αρχ. 1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό 2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για… …   Dictionary of Greek

  • νεκταρίτης — νεκταρίτης, ὁ (Α) φρ. «νεκταρίτης οἶνος» οίνος αρωματισμένος με νεκτάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ + κατάλ. ίτης, δηλωτική ονομασιών ποτών (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • πηγανίτης — ὁ, Μ φρ. «οἶνος πηγανί της» οίνος αρωματισμένος με πήγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον «είδος φυτού» + επίθημα ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σπαθίτης — ὁ, Α φρ. «σπαθίτης οἶνος» οίνος που παρασκευάζεται από φοινίκια, από χουρμάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη «κλαδί φοίνικα» + κατάλ. ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιδρυΐτης — ὁ, Α φρ. «χαμαιδρυΐτης οἶνος» οίνος παρασκευασμένος από φύλλα χαμαίδρυος (Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίδρυς + κατάλ. ίτης* (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»